Noun
1. fraud ::
απάτη
2. trick ::
τέχνασμα
3. deception ::
εξαπάτηση
4. deceit ::
απάτη
5. cheat ::
απάτη
6. sham ::
απάτη
7. artifice ::
τέχνασμα
8. ruse ::
τέχνασμα
9. dodge ::
αποφεύγω
10. racket ::
ρακέτα
11. wile ::
πανουργία
12. sharp practice ::
αθέμιτων εμπορικών πρακτικών
13. con ::
ενάντιος
14. fiddle ::
βιολί
15. diddle ::
εξαπατώ
16. rip-off ::
κλεψιά
17. flimflam ::
flimflam
18. bunco ::
απατηλό παιγνίδι
Verb
19. defraud ::
εξαπατώ
20. cheat ::
απάτη
21. trick ::
τέχνασμα
22. dupe ::
κοροϊδεύω
23. deceive ::
εξαπατώ
24. fool ::
ανόητος
25. hoax ::
απάτη
26. hoodwink ::
ξεγελώ
27. bamboozle ::
απατώ
29. con ::
ενάντιος
30. bilk ::
ξεφεύγω
31. sting ::
τσίμπημα
32. hose ::
μάνικα
33. diddle ::
εξαπατώ
35. take for a ride ::
να λάβει για μια βόλτα
36. pull a fast one on ::
τραβώ ένα γρήγορο για
37. put one over on ::
βάλτε το ένα πάνω στο
38. take to the cleaners ::
λάβει για τις καθαρίστριες
39. gull ::
γλάρος
40. stiff ::
δύσκαμπτος
41. euchre ::
ξεγελώ
42. hornswoggle ::
Hornswoggle
43. cozen ::
εξαπατώ