Verb
1. petrify ::
απολιθώ
2. horrify ::
τρομάζω
3. frighten ::
τρομάζω
4. scare ::
φόβος
5. scare stiff ::
τρομάξει δυσκαμψία
10. scare witless ::
τρομάξει μωρός
11. strike terror into ::
χτυπήσει τον τρόμο σε
13. terrorize ::
τρομοκρατώ
14. paralyze ::
παραλύω
15. transfix ::
καθηλώ
16. scare the pants off ::
τρομάξει τα εσώρουχα από