(1) auxiliary verb ::
βοηθητικό ρήμα(2) modal auxiliary ::
τροπική βοηθητικό(3) auxiliary equipment ::
βοηθητικός εξοπλισμός(4) auxiliary power unit ::
βοηθητική μονάδα ισχύος(5) auxiliary nurse ::
βοηθητικό νοσοκόμα(6) auxiliary materials ::
βοηθητικά υλικά(7) auxiliary services ::
βοηθητικές υπηρεσίες(8) auxiliary material ::
βοηθητικό υλικό(9) auxiliary shaft ::
βοηθητικό άξονα