όφελος, εύνοια, Καλός, κέρδος, θέση, φθάνω, ευκολία, πλεονέκτημα, χρήση, ποσοστό, αποδοτικότητα, χρησιμότητα, επάρκεια
όφελος, κέρδος, σειρά, συμβάλλει, βοήθεια, βοηθώ, υποστήριξη, φέρομαι φιλικά σε, υπουργός, τείνω, είναι προς όφελός κάποιου, κάνει καλό, πληρώσει το δρόμο της
I sat and I sat, but to no AVAIL.
Meaning and definitions of avail, translation in Greek language for avail with similar and opposite words. Also find spoken pronunciation of avail in Greek and in English language.
What avail means in Greek, avail meaning in Greek, avail definition, examples and pronunciation of avail in Greek language.