Verb
1. discourage ::
αποθαρρύνουν
2. dispirit ::
αποθαρρύνω
3. demoralize ::
αποθαρρύνω
5. depress ::
καταπιέζω
6. disappoint ::
απογοητεύω
7. dismay ::
φόβος
8. dash someone's hopes ::
διαψεύδει τις ελπίδες κάποιου
10. deter ::
αποτρέπω
11. unnerve ::
εκνευρίζω
12. daunt ::
αποθαρρύνω
13. intimidate ::
εκφοβίζω
14. cow ::
αγελάδα
15. crush ::
συντριβή