Adjective
1. shabby ::
παλιός
2. worn ::
φθαρμένο
3. down-at-heel ::
κάτω-at-τακούνι
5. ragged ::
τραχύς
6. tattered ::
κουρελιασμένος
7. mangy ::
ψωριάρης
8. dirty ::
βρώμικος
9. untidy ::
ακατάστατος
10. unkempt ::
απεριποίητος
11. bedraggled ::
λερωμένος
12. messy ::
ακατάστατος
13. disheveled ::
αναμαλλιασμένος
14. ill-groomed ::
άρρωστος-καλλωπισμένο
15. tatty ::
τσαλακωμένος
16. raggedy-ass ::
κουρελιασμένα-ass
17. the worse for wear ::
το χειρότερο για την ένδυση
18. ratty ::
τσαντισμένος
19. raggedy ::
κουρελιασμένα
20. scuzzy ::
scuzzy